- ἐκδηλοῖ
- ἐκδηλόωshow plainlypres ind mp 2nd sgἐκδηλόωshow plainlypres opt act 3rd sgἐκδηλόωshow plainlypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἔκδηλοι — Ἔκδηλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδηλοι — ἔκδηλος conspicuous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… … Dictionary of Greek
Λέοπολντ, Γιαν Χέντρικ — (Jan Hendrik Leopold, Χερτογκενμπός 1865 – Ρότερνταμ 1925). Ολλανδός συγγραφέας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Λέιντεν και δίδαξε για πολλά χρόνια σε γυμνάσιο του Ρότερνταμ. Υπήρξε για πολύ καιρό ένας άσημος, έκτακτος συνεργάτης του φιλολογικού… … Dictionary of Greek